Ο εντοπισμός, η επεξεργασία, η διάθεση και φυσικά η χρήση του νερού, κυρίως του καθαρού, ήταν προτεραιότητα ήδη από την αρχαιότητα. Οργανωμένες κοινωνίες δημιουργούνται και ευημερούν είτε κοντά σε φυσικές πηγές, είτε στις περιπτώσεις που δεν προσφέρονται, με κατασκευαστικές καινοτομίες και αρχιτεκτονικά επιτεύγματα οι άνθρωποι εντοπίζουν, επεξεργάζονται και χρησιμοποιούν το νερό. Η σπουδαιότητα του χημικού αυτού στοιχείου για την επιβίωση των οργανισμών αντικατοπτρίζεται και στην αντίληψη αρκετών φιλοσόφων που το θεωρούν ως την αρχή των πάντων, ενώ ολόκληροι πολιτισμοί το θεοποιούσαν ή του προσέδιδαν ιαματικές, εξαγνιστικές και θεραπευτικές ιδιότητες. Η λατρεία του νερού ενσωματώθηκε και στην χριστιανική θρησκεία καθώς οι πιστοί βαπτίζονται για να εξαγνιστούν και πίνουν αγιασμό για να θεραπευτούν και να προστατευθούν από ο,τιδήποτε δαιμονικό. Η λαϊκή παράδοση με παροιμίες, αινίγματα και μεταφορές χρησιμοποιεί συχνά το νερό για να εκφράσει διάφορες αντιλήψεις.
Η υδρογραφία της περιοχής του Αποκόρωνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο ήδη από την προϊστορική περίοδο για την άνθιση ανθρώπινων κοινωνιών. Η περιοχή του Αποκόρωνα ξεκινά από τις παράκτιες πεδινές εκτάσεις στο βορρά οι οποίες βρέχονται από το Κρητικό πέλαγος, διαχέεται στο νότο στις ημιορεινές περιοχές με γραφικά οροπέδια και λόφους, καταλήγοντας στο ορεινό τοπίο των Λευκών Ορέων (μέγιστο υψόμετρο στην επαρχία περίπου 1800μ.). Για το μεγαλύτερο τμήμα του νομού Χανίων ο Αποκόρωνας αποτελεί λεκάνη απορροής, διαθέτοντας υπόγειες φυσικές υδατοδεξαμενές και φημισμένες πηγές, ποτάμια και λίμνες. Τα χωριά Στύλος και Αρμένοι διαθέτουν πηγές που προσφέρουν εξαιρετικής ποιότητας πόσιμο νερό, ενώ υφάλμυρο προσφέρεται από τις πηγές Ζούρμπου. Σημαντικά ποτάμια της περιοχής είναι ο Μουσελάς/Μουρσελλάς, ο Δέλφινας, ο Αλμυρός/Αρμυρός, ο Μπούτακας ή Βρυσσανός, ο Ξυδές/Ξυδείς/Ξυδάς, ο Μεσοπόταμος και ο Κοιλιάρης/Κυλιάρης. Η υφάλμυρη λίμνη Αλμυρού προσφέρει μεγάλη ποσότητα νερού και φιλοξενεί υδρόβια πανίδα όπως και ο ομώνυμος ποταμός. Η σημαντικότερη ωστόσο λίμνη του Αποκόρωνα δεν είναι άλλη από την λίμνη Κουρνά ή όπως είναι γνωστή στην αρχαιότητα, λίμνη Κορρησία. Είναι η μοναδική φυσική λίμνη σε νησί της Μεσογείου και η νοτιότερη της Ευρώπης. Τα σκοτεινά της νερά οδήγησαν στη δημιουργία μύθου σχετικά με τον πυθμένα της (αναφέρεται πως δεν έχει). Η γεωμορφολογία της προσφέρει στεγανότητα και έτσι παρεμποδίζεται η υπόγεια ροή των υδάτων της. Τα φαράγγια και τα σπήλαια στην περιοχή του Αποκόρωνα, συμπληρώνουν και κατοχυρώνουν την αξία και τη σπουδαιότητα του φυσικού του τοπίου. Ονομασίες χωριών όπως Εμπρόσνερος, Βρύσες, Αρμυρός, καταδεικνύουν τη σημασία του νερού στην επαρχία.
Η ίδρυση της αρχαίας Απτέρας ή Άπταρας στη γεωμετρική περίοδο (8ος αι. π.Χ.) έγινε σε ένα εκτεταμένο υψίπεδο (200μ.) το Παλιόκαστρο, ένα σημείο μοναδικής φυσικής ομορφιάς, με τον κόλπο της Σούδας στα βόρεια και την επιβλητική σειρά των Λευκών Ορέων στα νότια. Η ευημερία της οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην σχέση της θέσης με το νερό: από την μία πλευρά το ύψωμα στο οποίο αναπτύχθηκε επέτρεπε την ασφαλή διαβίωση με την επόπτευση του κόλπου της Σούδας, ενώ η εγγύτητα της θέσης με την θάλασσα επέτρεπε την λειτουργία δύο λιμανιών (τη Μινώα στο Μαράθι και την Κίσαμο στις Καλύβες) που εξασφαλίζαν τον έλεγχο του εμπορίου. Η περίοδος της ακμής της ξεκινά από τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους με κοπή δικού της νομίσματος, δυναμική οικονομία και εξωτερική πολιτική, ισχυρή οχύρωση, θέατρο και οργάνωση των ιερών της. Κατά την ρωμαϊκή εποχή, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται νομίσματα της Κυδωνίας, κάτι που δηλώνει διοικητική υποταγή, η πόλη εξελίσσεται και ευημερεί.
Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται και στην κατασκευή δεξαμενών στην περιοχή καθώς το μεγάλο ισόπεδο της πόλης δεν φαίνεται να διέθετε πηγές νερού. Οι δύο δεξαμενές, μία τρίκλιτη και μία σε σχήμα «Γ», με πιθανές ενσωματώσεις παλαιότερης μορφής, είναι λαξευμένες στο βράχο, κτιστές και καμαροσκεπείς. Εξωτερικά για την αποφόρτιση της πίεσης του νερού υπάρχουν αντηρίδες. Η συλλογή των ομβρίων γινόταν από ανοίγματα που διέθεταν στην οροφή αλλά και από δίκτυο αγωγών συνδεδεμένων με οικιακές στέρνες. Η χωροθέτηση των δεξαμενών ήταν ανεξάρτητη, ανένταχτη από κτηριακά συγκροτήματα, σπίτια και βίλες, καλύπτοντας ωστόσο δημόσιες ανάγκες. Η χωρητικότητά τους αγγίζει ή/και ξεπερνά τα 3000 κυβικά μέτρα. Η έλλειψη εντοπισμού υδραγωγείου στην περιοχή και το γεγονός ότι οι κοντινές πηγές του Στύλου και του Καλαμίου βρίσκονται τουλάχιστον κατά 150μ. σε χαμηλότερη στάθμη, ενισχύουν την άποψη ότι υπήρχαν δεξαμενές τροφοδοσίας ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους.
-
-
Αρχαία Απτέρα. Δεξαμενή σε σχήμα Γ. Λήψη από πάνω (πηγή: ΥΠ.ΠΟ., ΕΦ.Α.ΧΑ., https://ancientaptera.gr/media-gallery/ ).
Οι δεξαμενές συνδέονται λειτουργικά με τα μεγάλα λουτρικά συγκροτήματα που βρίσκονταν βορειότερα σε χαμηλότερο επίπεδο. Η περιορισμένη ανασκαφική έρευνα και η αποσπασματική μελέτη των δύο αποκαλειφθέντων λουτρών, προσφέρουν αναλογικά λίγες πληροφορίες σχετικές με αυτά, όμως ταυτόχρονα μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την οργάνωση και για την χρήση τους. Το ανατολικό Βαλανείο I που βρίσκεται βόρεια της τρίκλιτης δεξαμενής χωρίζεται στην ανατολική πλευρά η οποία αποτελείται από τρεις χώρους με υπόκαυστα και στην δυτική, όπου διατηρούνται δύο χώροι με λουτήρες, μία αψιδωτή αίθουσα, ένας διάδρομος και άλλοι τρεις μερικώς ανεσκαμμένοι χώροι. Περιλαμβάνει διαδρόμους με βοηθητικούς χώρους και praefurnia (φούρνοι που χρησίμευαν στην θέρμανση των υποκαύστων) ενώ φαίνεται να διατηρούνται τμήματα θερμής και ψυχρής ζώνης. Μέρος από ενεπίγραφο ανώφλι, πιθανόν της κεντρικής εισόδου του λουτρού αναφέρει το όνομα ενός Αθηναίου, ενδεχομένως χορηγού της κατασκευής της εγκατάστασης. Στο δυτικό Βαλανείο ΙΙ το οποίο συνδέεται με την δεξαμενή σε σχήμα «Γ», διακρίνονται οκτώ θολωτοί χώροι, υπόκαυστο σύστημα, αψιδωτή αίθουσα με δύο λουτήρες, τα praefurnium, καπνοδόχοι-αγωγοί και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Η καταστροφή των εγκαταστάσεων από σεισμούς είναι ορατή, ειδικά σε τμήματα του Βαλανείου Ι.
-
-
Αρχαία Απτέρα. Λουτρά (πηγή: ΥΠ.ΠΟ., ΕΦ.Α.ΧΑ., https://ancientaptera.gr/%ce%bb%ce%bf%cf%85%cf%84%cf%81%ce%ac/).
Σημαντικό σωζόμενο έργο υποδομής των ελληνιστικών χρόνων αποτελεί η Ελληνική καμάρα. Πρόκειται για ένα εμβληματικό και διαχρονικό έργο που αποδεικνύει τον σεβασμό προς την φυσική ροή των υδάτων του ποταμού με επεμβάσεις λειτουργικές και μη καταστρεπτικές. Η γέφυρα βρισκόταν σε χρήση μέχρι τους νεότερους χρόνους λόγω της θέσης της στην διαδρομή που επέτρεπε την ανεμπόδιστη διάσχιση από τα Χανιά στο Ρέθυμνο.