Η περιοχή του Αποκόρωνα περιορίζεται στην νότια πλευρά της και προσδιορίζεται από τον εντυπωσιακό ορεινό όγκο των Λευκών Ορέων με τις παραφυάδες της τα χαμηλότερα βουνά της Μαλάξας από δυτικά. Ο ορεινός όγκος κατεβαίνει ομαλά και μετασχηματίζεται σε λοφοσειρές. Ακολουθεί μια ευρεία πεδινή ζώνη, αναδιπλώνεται σε ημιορεινή και καταλήγει στη θάλασσα με τρεις μεγάλες ομαλές διεξόδους, δύο στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου της Σούδας και μια στο ανατολικό όριο. Στην περιοχή καταγράφονται σημαντικές πηγές νερού, ενώ πέντε ποταμοί διασχίζουν σημαντικά τμήματα της περιοχής και χύνονται στην θάλασσα. Κοντά στο χωριό Κουρνάς εντοπίζεται και μία από τις μεγαλύτερες φυσικές λίμνες του νησιού, η λίμνη του Κουρνά.
-
-
Χάρτης της περιοχής του Αποκόρωνα. Διακρίνεται στα νότια η οροσειρά των Λευκών ορέων και στα βόρεια ο κόλπος της Σούδας. (πηγή: Google Earth).
-
-
Ο κόλπος της Σούδας σε χάρτη του G. Corner (1625). Διακρίνονται στα ΝΑ οι ποταμοί του Αποκόρωνα καθώς και η πεδιάδα του Στύλου που οριοθετείται στα νότια από τις λοφοσειρές στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. (πηγή: Ανδριανάκης Μιχάλης, Οχυρώσεις της Κρήτης (Μέρος 3ο), Οι οχυρώσεις της Κρήτης κατά τη Βενετοκρατία (1204-1669), https://tinyurl.com/yeyvxx6k
Καθοριστικό ρόλο στην πορεία της περιοχής του Αποκορώνα μέσα στο χρόνο αποτέλεσε η γεωγραφική της θέση κοντά στο φυσικό λιμάνι της Σούδας και πάνω στον κύριο βόρειο οδικό άξονα της Κρήτης, αλλά και η διαμόρφωση του εδάφους.
Στην ευρύτερη εύφορη περιοχή του Στύλου, αλλά και στις γύρω ημιορεινές περιοχές, όπως ο Σαμωνάς, έχει διαπιστωθεί από τις μέχρι στιγμής αρχαιολογικές έρευνες ότι τουλάχιστον από τα Πρωτομινωϊκά χρόνια (2800-2100 π.Χ.) υπήρχε κατοίκηση. Από τα Υστερομινωϊκά χρόνια άκμασε το δεύτερο σε σημασία μετά την Κυδωνία κέντρο του νομού Χανίων στην περιοχή. Στην ευρύτερη περιοχή της Απτέρας(της A-pa-ta-wa των μινωϊκών πινακίδων) προς το Στύλο εντοπίστηκε ένας από τους τρεις θολωτούς τάφους του νομού Χανίων.
Στην περιοχή του Στύλου εντοπίστηκε ένας από τους λιγοστούς κλιβάνους κεραμικής κλιβάνους κεραμικής της Υστερομινωικής περιόδου στο νησί. Ο κλίβανος και άλλα ευρήματα επιβεβαιώνουν τη σημασία του οικισμού. Θεωρείται πιθανή η ταύτιση της Μινωϊκής Απτέρας με τον οικισμό που εντοπίστηκε στο Στύλο, λόγω της απουσίας μέχρι στιγμής παλιότερων ευρημάτων στο χώρο της πόλης των ιστορικών χρόνων. Ένας ακόμη μινωϊκός οικισμός έχει εντοπιστεί και εν μέρει ανασκαφεί σε αγροτική τοποθεσία κοντά στο χωριό Σαμωνάς, του οποίου η οργάνωση σε γειτονιές και η αρχιτεκτονική θυμίζουν τα μεταγενέστερα αγροτικά σπίτια της Κρήτης. Ένα διώροφο κτήριο, που έχει ανασκαφεί στο παρελθόν ανήκει στον τύπο του μεγάρου και συνδέεται πιθανώς με την κατοικία του τοπικού άρχοντα.
Πολλές θέσεις έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή από το Σαμωνά μέχρι και την Εθνική Οδό στο Καλάμι, όπου μέσα σε τάφο βρέθηκε και το αγγείο με το «λυράρη», που αποδίδεται στο κεραμικό εργαστήριο της Κυδωνίας. Δείγματα κεραμικής των Υστερομινωϊκών χρόνων έχουν βρεθεί και σε σπήλαια στο Κόκκινο Χωριό και τον Κεφαλά, ενώ μια θέση ακόμη υπάρχει στη Σούρη. Ένας πολύ σημαντικός θολωτός τάφος της ίδιας περιόδου ανασκάφηκε σε αγροτική τοποθεσία του χωριού Φυλακή με σημαντικά ευρήματα.
Η μεγάλη πεδινή περιοχή του ανατολικού Αποκόρωνα με τα πολλά νερά, φαίνεται ότι ήταν ένα ακόμη σημαντικό κέντρο της περιόδου αυτής.
Μεγάλη ακμή κατά τα ιστορικά χρόνια θα γνωρίσει η Απτέρα, που κτίστηκε πάνω σε μια φυσικά οχυρή τοποθεσία από την οποία ελέγχει τον οδικό άξονα από την Ανατολική Κρήτη προς της Δυτική και το λιμάνι της Σούδας. Για το σκοπό αυτό η Απτέρα είχε δύο επίνεια, τη Μινώα στο σημερινό Μαράθι και την Κίσαμο κάπου στην παραλιακή ζώνη των Καλυβών, ίσως στη θέση του μεταγενέστερου Castelo Apicorno στο λόφο Καστέλι ανατολικά της κωμόπολης, όπου εντοπίστηκαν αρχαιότητες. Οι μέχρι σήμερα αρχαιολογικές ενδείξεις χρονολογούνται από τη Γεωμετρική περίοδο. Η Απτέρα εξακολούθησε να ακμάζει και στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Καταστράφηκε κατά τον 7ο αι. μ.Χ αιώνα από σεισμό και έπαψε να έχει σημασία ως πόλη μετά από τις καταστροφικές επιδρομές των Σαρακηνών κατά το 823.
-
-
Αρχαία Απτέρα. Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου. Άποψη από τα ΝΔ. (πηγή: (πηγή: ΥΠ.ΠΟ., ΕΦ.Α.ΧΑ., https://ancientaptera.gr/media-gallery/ ).
Λείψανα από οικισμό των ιστορικών χρόνων εντοπίστηκαν και στον κοντινό Στύλο, που θα συνεχίσει να ακμάζει και στις επόμενες περιόδους. Στην παραλιακή ζώνη, εκτός από την Κίσαμο, που θα πρέπει να αναζητηθεί πιθανόν στις Καλύβες, έχει εντοπιστεί στη θέση Φοινικιάς, δυτικά της Αλμυρίδας τα ερείπια του Φοίνικα ή της Τάνου. Επίσης πάνω στο νησί Κάργα έχουν εντοπιστεί λείψανα των ελληνορωμαϊκών χρόνων. Στην παραλιακή ζώνη του ανατολικού Αποκόρωνα υπήρχαν οι πόλεις Αμφίμαλα και Υδραμία, οι οποίες έχουν εντοπιστεί από τις έρευνες των τελευταίων χρόνων, η πρώτη μέσα στον οικισμό της Γεωργιούπολης και η δεύτερη στην ευρύτερη περιοχή της παραλιακής ζώνης κοντά στον ποταμό Μουσέλα. Στη θέση Καβούσια, ανάμεσα στο Νίππος και το Φρε, εντοπίστηκαν λείψανα αρχαίου οικισμού, που πιθανώς ταυτίζεται με το Ιπποκορώνειο. Στην πόλη αυτή πιθανώς οφείλεται το σημερινό όνομα του δήμου. Τέλος ένα σημαντικό μνημείο της αρχαιότητας που προσδιορίζει και την πορεία του βόρειου οδικού άξονα της Κρήτης για πολλούς αιώνες, είναι η «Ελληνική Καμάρα», η γέφυρα μεταξύ Μάζας και Βρυσών.
-
-
Ελληνιστική Γέφυρα, Μάζα. Άποψη από τα ΝΔ. (πηγή: Μαρία Ανδριανάκη).
Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο η περιοχή του Αποκόρωνα φαίνεται ότι συνέχισε να ακμάζει. Ανατολικότερα, στο μικρό παράλιο οικισμό της Αλμυρίδας και στα άκρα του αρχαιολογικού χώρου του Φοίνικα αποκαλύφθηκε μεγάλη, παλαιοχριστιανική, κοιμητηριακή βασιλική του 6ου αιώνα. Άλλη μια βασιλική, που φαίνεται ότι υπήρχε στην κορυφή του λόφου Φοινικιάς δείχνει ότι ο οικισμός ήταν αρκετά μεγάλος Η βασιλική Α΄ της Αλμυρίδας φέρει σημαντικό διάκοσμο με ψηφιδωτά δάπεδα.
-
-
Βασιλική, Αλμυρίδα. Τοπογραφικό σχέδιο. Διακρίνεται η κάτοψη του ναού. (πηγή: ΥΠ.ΠΟ., ΕΦ.Α.ΧΑ.).
Μέχρι την Αραβοκρατία εξακολουθούσαν να ακμάζουν οι αρχαίοι οικισμοί με τη γνωστή μορφή της πόλης-κράτους. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισαν και τα παράλια, λόγω των δυνατοτήτων που εξασφάλιζαν στο εμπόριο και την επικοινωνία με άλλες περιοχές. Η ανάπτυξη αυτής της μορφής διήρκεσε όσο υπήρχε σχετική ασφάλεια. Οι συνθήκες αυτές έλαβαν τέλος με τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα. Οι επιδρομές αυτές στα παράλια της Κρήτης από τον 7ο αι. και κατά το διάστημα της Αραβοκρατίας (823-961), προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στην οικιστική δομή της Κρήτης και φυσικά στην περιοχή του Αποκορώνα. Τα παράλια εγκαταλείφθηκαν ως μη ασφαλή και δημιουργήθηκαν νέοι οικισμοί στην ενδοχώρα από την περίοδο μετά την Αραβοκρατία μέχρι την κατάληψη της περιοχής από τους Βενετούς κατά τα μέσα του 13ου αι. Η περιοχή του Αποκόρωνα αποτέλεσε την «Τούρμα του Ψυχρού», όπως ονομάζεται. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στην Επισκοπή Καλαμώνος. Σύμφωνα με τις πηγές προκύπτει ότι η περιοχή του Ψυχρού παρέμεινε στην ιδιοκτησία του αυτοκρατορικού στέμματος (κατά μία εκδοχή δε φαίνεται απίθανο η μεταγενέστερη ονομασία της Επαρχίας να συνδέεται με την εξάρτησή της από το βυζαντινό στέμμα, Από+Κορώνα=Αποκόρωνας). Μια πολύ μεγάλη έκταση, που αρχίζει από τα Κεραμιά και περιλαμβάνει την περιοχή της ερημωμένης τότε Απτέρας, τους Κάμπους και τον οικισμό του Στύλου, το Σαμωνά, τη Ραμνή, με όριο τον ποταμό Κυλιάρη, παραχωρήθηκε στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της Πάτμου. Πλήθος εγγράφων από το αρχείο της Μονής της Πάτμου προσφέρει πληροφορίες για την περιοχή, τα τοπωνύμια (τα περισσότερα υπάρχουν μέχρι σήμερα) και τη σημασία που είχε το Μετόχι της Κρήτης για την οικονομική, αλλά και την πολιτιστική ζωή της, καθώς φαίνεται ότι πολλές από τις σωζόμενες εικόνες και κειμήλια έφταναν στην μονή μέσω του Στύλου.
Σημαντικές πληροφορίες από την περίοδο αυτή μέχρι και το 16ο αιώνα παραδίνει η ανασκαφή, γύρω και μέσα στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Στύλο, που ανήκε στην μονή της Πάτμου. (σύνδεσμος). Στο μέσο του ελαιώνα του Στύλου βρίσκεται ο ναός της Παναγίας της Ζερβιώτισσας (ή Μοναστήρα κτίστηκε κατά τον 11ο ή 12ο αι.) Είναι ένας από τους σημαντικότερους μεσοβυζαντινούς ναούς της Κρήτης από πλευράς αρχιτεκτονικής, που δείχνει τις ισχυρές επιδράσεις της Κωνσταντινούπολης στην αρχιτεκτονική της Κρήτης κατά τη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο και η οικοδόμησή του φαίνεται να συνδέεται με τις δραστηριότητες της Μονής Πάτμου.
-
-
Άγιος Ιωάννης Θεολόγος και Νικόλαος, Στύλος. Οι ναοί κατά τις εργασίες αποκατάστασης. (Πηγή: Αρχείο Μιχάλη Ανδριανάκη)
-
-
Παναγία Ζερβιώτισσα, Στύλος. Διακρίνεται ο ελαιώνας που περιέβαλε τον ναό. Ο ναός πριν την αποκατάσταση του (1984). (Πηγή: Αρχείο Μιχάλη Ανδριανάκη).
Ψηλότερα στα Κυριακοσέλια ο ναός του Αγίου Νικολάου στην πρώτη του οικοδομική φάση φαίνεται ότι ανήκει στην πρώτη χιλιετία, όπως προκύπτει από κάποιους αρχαϊσμούς στην μορφή του κτηρίου. Στο τέλος του 12ου αι. χρονολογείται και ο ναός του Αγίου Γεωργίου στον Κουρνά, κτισμένος στον όχι ιδιαίτερα συνήθη για την Κρήτη αρχιτεκτονικό τύπο της τρίκλιτης, ξυλόστεγης βασιλικής με νάρθηκα. Το κτίσμα είναι σχετικά απλό ως προς την κατασκευή του, οι τοιχογραφίες όμως που σώζονται αποσπασματικά αποτελούν εξαίρετα δείγματα της ύστερης Κομνήνειας τέχνης.
-
-
Άγιος Γεώργιος, Κουρνάς. Η δυτική όψη του ναού. (Πηγή: Αρχείο Μιχάλη Ανδριανάκη).
Οι σωζόμενοι ναοί της δεύτερης Βυζαντινής περιόδου στην περιοχή του Αποκορώνα οδηγούν στη διαπίστωση της ύπαρξης υψηλού πολιτιστικού επιπέδου επιβεβαιώνεται έμμεσα η σχέση της με την Κωνσταντινούπολη και την άμεσα συνδεμένη με αυτήν μονή της Πάτμου. Μια υπόθεση, για την οποία υπάρχει ισχυρή παράδοση και έμμεσες πληροφορίες, αφορά στους «δώδεκα αρχοντόπουλους», αριστοκρατικές οικογένειες από την Κωνσταντινούπολη, που στάλθηκαν κάτω από ασαφείς χρονικά και ιστορικά συνθήκες στην Κρήτη και απετέλεσαν ένα είδος φεουδαρχικής τάξης.
Στις αρχές του 13ου αι. η Κρήτη πέρασε στην κυριαρχία της Βενετίας ως συνέπεια της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και της διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην περιοχή των Χανίων οι Βενετοί επικράτησαν πολύ αργότερα από ό,τι στην υπόλοιπη Κρήτη εξαιτίας της μεγαλύτερης αντίδρασης που συνάντησαν από τον ντόπιο πληθυσμό. Η κατάκτηση οριστικοποιήθηκε το 1252 με την εποίκηση της πόλης των Χανιών στη θέση της αρχαίας Κυδωνίας και τη διανομή της υπαίθρου σε Βενετούς αποίκους. Αποτελούν στο εξής την άρχουσα τάξη, όπως προκύπτει από το σχετικό επίσημο έγγραφο. Η αντίδραση του ντόπιου πληθυσμού κάτω από την ηγεσία των τοπικών αρχόντων, του ορθόδοξου κλήρου και με τη βοήθεια της εξόριστης στη Νίκαια Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήταν έντονη και μακροχρόνια με συνεχείς επαναστάσεις. Με τις τοπικές εξεγέρσεις και την συνδρομή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας συνδέεται η ανακατασκευή και τοιχογράφηση του Αγίου Νικολάου των Κυριακοσελίων.
-
Με την επικράτηση των Βενετών και στη Δυτική Κρήτη, η περιοχή των Χανιών διαιρέθηκε σε «Καστελλανίες», αντίστοιχες περίπου με τις πρόσφατες επαρχίες. Η Castellania Apicorno περιλαμβάνει περίπου τον σημερινό Δήμο Αποκορώνου. Το Castello Apicorno κτίστηκε στο λόφο Καστέλι, ανατολικά των Καλυβών και αποτέλεσε μια οχυρωμένη κωμόπολη, που έλεγχε διοικητικά την περιοχή και στρατηγικά την είσοδο στον κόλπο της Σούδας.
-
-
Οικοδομικά κατάλοιπα του Castello Apicorno. (πηγή: Αρχείο Μιχάλη Ανδριανάκη).
Παρότι πλήθος οικισμών της περιοχής του Αποκόρωνα εντοπίζονται στην βενετικές πηγές, σημαντικός αριθμός χωριών έχουν καταστραφεί ή σώζονται σε ερείπια. Τη θέση κάποιων οικισμών επιβεβαιώνει η ύπαρξη παλαιών ναών, από τους οποίους ορισμένοι χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 13ου αι. ή τις αρχές του 14ου αι. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του τοιχογραφημένου κατά το β` μισό του 13ου αι. ναού της Παναγίας στο Κατωμέρι του Βάμου, που λειτούργησε αργότερα ως μικρή μονή, στη θέση του χωριού Καρύδι Καρτσοματάδω(ή Χαρκοματάδω).
-
-
Παναγία, Καρύδι. Μορφή αγγέλου από την παράσταση της Ανάληψης. (πηγή: Αρχείο Μιχάλη Ανδριανάκη).
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται τα ερείπια του ναού του Αγίου Γεωργίου και άλλων κτισμάτων από το χωριό Καρύδι. Ως προς το επίπεδο της τέχνης, παρατηρείται ότι από τα μέσα του 13ου αι., που εδραιώνονται και στην περιοχή των Χανιών οι Βενετοί, το νησί αποκόπτεται για ένα διάστημα από την επιρροή της Κωνσταντινούπολης και των άλλων καλλιτεχνικών κέντρων. Αποτέλεσμα της αποκοπής αυτής ήταν οι ντόπιοι καλλιτέχνες να προσκολλώνται στα παλαιά πρότυπα σε ένα μάλλον λαϊκό επίπεδο. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις της τάσεις αυτής εντοπίζονται στα έργα του δημοφιλούς στο χώρο της Δυτικής Κρήτης ζωγράφου Ιωάννη Παγωμένου. Στον Αποκόρωνα έργο του αποτελεί η ζωγραφική του κυρίως ναού της Παναγίας στον Αλίκαμπο (1315) (σύνδεσμος). Έργο επίσης του Παγωμένου αποτελεί ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναού του Αγίου Νικολάου στη Μάζα (1325).
-
-
Παναγία, Αλίκαμπος. Η δωρήτρια μοναχή Μάρθα. (πηγή: Αρχείο Μιχάλη Ανδριανάκη).
Σημαντική ζωγραφική και από τις επόμενες περιόδους απαντά σε διάσπαρτους ναούς της περιοχής. Στον τομέα της κοσμικής αρχιτεκτονικής επικρατούν και στην περιοχή του Αποκόρωνα οι μορφές, που θα κυριαρχήσουν στα τέλη της Βενετοκρατίας, όταν το ρεύμα του Μανιερισμού θα πάρει τη θέση των παλιότερων υστερογοτθικών στοιχείων, που έχουν ενσωματωθεί στην τοπική παράδοση. Οι ευγενείς, που ζούσαν μεταξύ της πόλης και των χώρων όπου είχαν την ιδιοκτησία τους, έχτιζαν συνήθως πολυτελείς επαύλεις συνδεμένες με χώρους αγροτικής εκμετάλλευσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έπαυλη βόρεια από τη Μονή του αγίου Γεωργίου στο Καρύδι με το κοντινό ερειπωμένο ελαιοτριβείο, που ασφαλώς συνδέεται με τον τοπικό φεουδάρχη. Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας κατασκευάστηκαν σημαντικά έργα υποδομής για την συστηματοποίηση της αγροτικής παραγωγής. Στην πλατεία των Καλυβών, πάνω στο Μεσοπόταμο, σώζεται ένας από τους σημαντικότερους βενετικούς νερόμυλους της Κρήτης με πέντε στόμια.
Ένας ακόμη νερόμυλος εντοπίζεται στο Νιο Χωριό. Ο νερόμυλος των Καλογέρων υπήρξε ιδιοκτησία της μονής Πάτμου και βρισκόταν σε χρήση μέχρι πρόσφατα. Στο Νιό Χωριό μια αρκετά μεγάλη έπαυλη σώζεται σε κατάσταση ερειπίου με πολλές μεταγενέστερες ανακαινίσεις και προσθήκες. Από τα έργα υποδομής της περιόδου της Βενετοκρατιας διατηρείται συγκρότημα πηγαδιών στο χωριό Γαβαλοχώρι για την άντληση του νερού (σύνδεσμος). Ανάλογο ρόλο για την κοινοτική ύδρευση έπαιζαν και τα πηγάδια της ίδιας περιόδου έξω από το χωριό Παλαιλώνι. Πηγάδια Βενετοκρατίας στο Παλαιλώνι. Ένα επιπλέον σημαντικό βιοτεχνικό έργο εντοπίζεται στο χωριό Γαβαλοχώρι. Πρόκειται για ελαιοτριβείο με μακρά περίοδο ζωής, όπως μαρτυρούν οι διαφορετικοί μηχανισμοί άλεσης που σώζονται επί τόπου.
-
-
Νερόμυλος, Καλύβες. Σχέδιο ανατολικής όψης. (Σχέδιο: Μαριάννα Αγγελάκη).
Τα έργα αυτά υποδεικνύουν την οργάνωση της αγροτικής παραγωγής στην οποία προχώρησε το κράτος της Βενετίας. Με την άλωση της περιοχής των Χανίων (1645) από τους Οθωμανούς, η περιοχή του Αποκορώνα εντάχθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η βενετική καστελανία μετατράπηκε σε τουρκικό Nahiye με έδρα και πάλι το Καστέλι, όπως θα είναι γνωστό από εδώ και πέρα το φρούριο του Αποκόρωνα (Castello Apicorno). Παράλληλα για την αντιπροσώπευση των χριστιανών έναντι της τουρκικής διοίκησης και την είσπραξη του κεφαλικού φόρου σε επίπεδο επαρχίας, καθιερώθηκε ο θεσμός του Προέδρου της επαρχίας (Kastel Kethudasi).
Η νέα κατάσταση επέφερε σοβαρές αλλαγές στη ζωή των ντόπιων. Η ιδιοκτησία περιήλθε κατά το μεγαλύτερο μέρος της στους κατακτητές. Επιπλέον, οι φόροι ήταν ιδιαίτερα βαρείς, ώστε οι ιδιοκτήτες να μετατρέπονται και αυτοί σε δουλοπάροικους. Μεγάλα προβλήματα προκαλούσε και η αυθαιρεσία των μουσουλμάνων και ιδίως των εξισλαμισμένων Κρητικών, που καταπίεζαν τον ορθόδοξο πληθυσμό. Αυτό είχε ως συνέπεια να ενθαρρύνονται οι τάσεις για εξωμοσία, προκειμένου οι καταπιεζόμενοι να μεταφερθούν στην τάξη των προνομιούχων.
Η αγροτική παραγωγή συνέχιζε την οργάνωση της προηγούμενης περιόδου και οι υποδομές συχνά συνέχιζαν να βρίσκονται σε χρήση. Σώζεται σημαντικός αριθμός ελαιοτριβείων στην περιοχή, με κάποια να ανάγονται στην ύστερη Βενετοκρατία. Ανάμεσα στις εγκαταστάσεις των οποίων η χρήση ξεκίνησε κατά την Βενετοκρατία και συνεχίστηκε κατά τους Οθωμανικούς χρόνους συγκαταλέγεται το Βενετοτουρκικό συγκρότημα στο Νιο Χωριό.
Κατά το 1770 ξεσπά η επανάσταση του Ιωάννη Βλάχου ή Δασκαλογιάννη στα Σφακιά. Οι επαναστάτες ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις τους από τις κοντινές επαρχίες και ο Αποκόρωνας ήταν η περιοχή που επηρεαζόταν άμεσα ή έμμεσα από κάθε επανάσταση λόγω της θέσης του στον κεντρικό οδικό άξονα, αλλά και της γειτνίασης με τα Σφακιά, με τα οποία υπήρχαν ισχυροί δεσμοί. Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη πνίγηκε στο αίμα και ο ίδιος συνελήφθη και υπέστη μαρτυρικό θάνατο στο Ηράκλειο, αφού πρώτα φυλακίστηκε και ανακρίθηκε στον πύργο του Αληδάκη στον Εμπρόσνερο. Συνδεμένα με τα γεγονότα της επανάστασης του Δασκαλογιάννη είναι και τα όσα επακολούθησαν σε βάρος του μεγάλου φεουδάρχη Ιμπραήμ Αληδάκη, λίγα χρόνια μετά την έκβαση της επανάστασης το 1774. Στο χωριό Εμπρόσνερος σώζεται η πυργοειδής οικία του γενίτσαρου.
-
-
Πύργος Αληδάκη, Εμπρόσνερος. Το οικοδόμημα πριν την αποκατάσταση (1972). (πηγή: ΥΠ.ΠΟ., ΕΦ.Α.ΧΑ.).
Η μεγάλη επανάσταση του 1866-1869 βρήκε την επαρχία Αποκορώνου σε μεγάλη ακμή. Στον Εμπρόσνερο στις 20 Ιουλίου 1866 συγκεντρώθηκαν για μια ακόμη φορά οι πληρεξούσιοι των κρητικών και υπέγραψαν την πρώτη επαναστατική διακήρυξη προς τις «Μεγάλες Δυνάμεις» της εποχής, με την οποία γνωστοποίησαν την απόφασή τους για αγώνα. Διατηρείται από την φάση αυτή στην ευρύτερη περιοχή του Αποκόρωνα το οθωμανικό φρούριο της Απτέρας (Σούμπαση) και ο κούλες του Νιου Χωριού.
Πλήθος οικιών της οθωμανικής περιόδου σώζονται στην περιοχή του Αποκόρωνα. Χαρακτηριστική για την τυπολογία της αποτελεί η οικία που φιλοξενεί το Λαογραφικό Μουσείο στο Γαβαλοχώρι. Η οικία είναι κατασκευασμένη στον τύπο του καμαρόσπιτου με οντά.
Στην περιοχή του Αποκόρωνα και στο κέντρο της τον Βάμο (πρωτεύουσα του τότε νομού Σφακίων) ξεκίνησαν οι διεργασίες για την δημιουργία μίας αυτόνομης ή ημιαυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Οι επαναστάτες προχώρησαν σε ένοπλο αγώνα που κατέληξε στην πολιορκία του Βάμου (3-18 Μαϊου 1896), που αποτελούσε από το 1868 το στρατιωτικό, διοικητικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής. Τα γεγονότα της περιόδου είχαν μεγάλη διεθνή απήχηση και συνέβαλαν στην ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913). Το 1913 πραγματοποιήθηκε η ένωση του νησιού με το ελληνικό κράτος και στα χρόνια που ακολούθησαν το νησί ακολούθησε την μοίρα των υπολοίπων περιοχών του.
Ορόσημο στην ελληνική ιστορία αποτελεί το έτος 1922 όταν μετά από ήττα των Ελλήνων στην Μικρά Ασία πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Την Κρήτη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οι Τουρκοκρητικοί, κατά πλειοψηφία εξισλαμισμένοι Κρήτες και στην θέση τους ήρθαν Έλληνες που επίσης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους από τα τουρκικά εδάφη. Μετά από δύο Βαλκανικούς πολέμους και έναν Παγκόσμιο Πόλεμο η πολιτική κατάσταση στην χώρα ήταν απελπιστική. Οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις επεδίωκαν κατά καιρούς την πραγματοποίηση μεταρρυθμιστικού έργου, χωρίς τα θεμιτά αποτελέσματα. Προϊόν μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του συστήματος παιδείας αποτελεί το Σχολείο του Βάμου που κατασκευάστηκε γύρω στα 1930 και απηχεί τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού του νέου ελληνικού κράτους την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Από τα ιστορικά γεγονότα μεγάλης σημασίας δεν θα μπορούσε να παραληφθεί η αναφορά στον Β ΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 20 Μαϊου 1941 ξεκίνησε η αεραπόβαση των Γερμανών (Επιχείρηση Ερμής/Unternehmen Merkur). Η επιχείρηση διήρκεσε έως την 1η Ιουνίου. Οι Γερμανοί βρήκαν μεγάλη αντίσταση από τον ντόπιο πληθυσμό και τους Βρετανούς συμμάχους. Ωστόσο οι Γερμανοί κατέλαβαν το νησί και ξεκίνησε μία περίοδος βιαιοτήτων και τρόμου προς το ντόπιο πληθυσμό.
Στο πλαίσιο της στρατιωτικής κατάληψης του νησιού οι Γερμανοί κατασκεύασαν οχυρές θέσεις, ακολουθώντας τις σύγχρονες με την εποχή πρακτικές. Ανάμεσα στα πολεμικά έργα των Γερμανών συγκαταλέγεται η Γαλαρία των Ναζί στο Κόκκινο Χωριό. Στην περιοχή του Αποκόρωνα οργανώθηκαν αντιστασιακές ομάδες, όπως και σε ολόκληρο των ελλαδικό χώρο. Μνημείο της αντίστασης εναντίον των Γερμανών αποτελεί οικία στην Ασή Γωνιά που αποτέλεσε το Στρατηγείο της τοπικής εθνικής οργάνωσης ΑΕΑΚ. Στα Χανιά η περίοδος της Κατοχής έληξε 17 μέρες μετά την λήξη του πολέμου, καθώς οι Βρετανοί θεώρησαν ότι ο κατοχικός στρατός των Γερμανών ήταν σε θέση να διαφυλάξει τα συμφέροντα τους στο νησί απέναντι στην επέλαση του κόκκινου στρατού. Τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολουθεί εμφύλιος (1946-1949) μεταξύ του κυβερνητικού κρατικού στρατού και ανταρτικών δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Τα επόμενα χρόνια και κυρίως κατά την δεκαετία του 1960 ξεκινά η ερήμωση της υπαίθρου με το κύμα μετανάστευσης προς τις Η.Π.Α., Καναδά, Αυστραλία και Γερμανία, ενώ στα επόμενα χρόνια κορυφώνεται με την συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της χώρας στα αστικά κέντρα.